- χαλκόπτερος
- -ον, Ααυτός που έχει φτερά που λάμπουν σαν τον χαλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό-πτερος, χρυσό-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκοπτέρους — χαλκόπτερος with wings of metallic hue masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek